εμπιστοσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η εμπιστοσύνη
      γενική της εμπιστοσύνης
    αιτιατική την εμπιστοσύνη
     κλητική εμπιστοσύνη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμπιστοσύνη < μεσαιωνική ελληνική εμπιστοσύνη < έμπιστος + -οσύνη < ελληνιστική κοινή ἔμπιστος < αρχαία ελληνική πιστός < πείθω

Ουσιαστικό

εμπιστοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. το να πιστεύεις ότι κάποιος έχει ορισμένες ικανότητες, ιδιότητες ή αρετές και να μπορείς να στηριχτείς πάνω του
  2. (πολιτική) η στήριξη που παρέχει η πλειοψηφία του κοινοβουλίου σε μια κυβέρνηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.