του

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

του < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τοῦ

Κλιτικός τύπος άρθρου

του αρσενικό και ουδέτερο

  • αρσενικό οριστικό άρθρο στη γενική ενικού
    λόγια του αέρα
  • ουδέτερο οριστικό άρθρο στη γενική ενικού
    Του παιδιού μου το παιδί, είναι δυο φορές παιδί.

κλίσεις των άρθρων

αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ενικού ο η το
γενική ενικού
+ σε
του
στου
της
στης
του
στου
αιτιατική ενικού
+ σε
τον
στον
τη(ν)
στη(ν)
το
στο
ονομαστική πληθυντικού οι οι τα
γενική πληθυντικού
+ σε
των
στων
των
στων
των
στων
αιτιατική πληθυντικού
+ σε
τους
στους
τις
στις
τα
στα

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

του αρσενικό ή ουδέτερο

  1. (προσωπική, του ή τού) σε αυτόν, σε αυτό
    του το είπα (το είπα σε αυτόν)
    Τι του 'φερα του παιδιού μου; παγωτό!
  2. (κτητική) δηλώνει έναν κτήτορα αρσενικού ή ουδέτερου γένους
    τα παιδί του (του ανθρώπου)
    τα εξαρτήματά του (του μηχανήματος)

Σημειώσεις

  • Για τον τόνο στο τού δείτε Παράρτημα:Γραμματική (νέα_ελληνικά)#μονοσύλλαβα με τόνο.
    ο αδερφός του είπε ότι [] (ο δικός του αδερφός: κτητική αντωνυμία)
    ο αδερφός τού είπε ότι [] (κάποιος αδερφός είπε σ' αυτόν: προσωπική αντωνυμία)
    παλιότερη γραφή: τοῦ

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

του

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.