χίντι
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
χίντι θηλυκό άκλιτο (εννοείται: γλώσσα) ή ουδέτερο πληθυντικός: τα χίντι άκλιτο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- (γλώσσα) μία από τις επίσημες γλώσσες της Ινδίας. Γράφεται με το αλφάβητο ντεβανάγκαρι.
Μεταφράσεις
χίντι
|
Πηγές
- ως επίρρημα: χίντι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.