χίντι

Νέα ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

χίντι θηλυκό άκλιτο (εννοείται: γλώσσα) ή ουδέτερο πληθυντικός: τα χίντι άκλιτο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.