ματάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ματάρα | οι | ματάρες |
| γενική | της | ματάρας | — | |
| αιτιατική | τη | ματάρα | τις | ματάρες |
| κλητική | ματάρα | ματάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ματάρα < μάτι + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό
ματάρα θηλυκό
- μεγάλο και, συνήθως, όμορφο και έξυπνο μάτι
- Η μικρότερη κόρη του έχει κάτι ματάρες!
Συγγενικά
→ δείτε τη λέξη μάτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.