σανσκριτικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα σανσκριτικά
      γενική των σανσκριτικών
    αιτιατική τα σανσκριτικά
     κλητική σανσκριτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σανσκριτικά < σανσκριτική संस्कृत (saṃ-skṛtá) (τέλειος, ολοκληρωμένος)

Ουσιαστικό

σανσκριτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σανσκριτικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.