προσοχή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσοχή | οι | προσοχές |
| γενική | της | προσοχής | των | προσοχών |
| αιτιατική | την | προσοχή | τις | προσοχές |
| κλητική | προσοχή | προσοχές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
προσοχή< (ελληνιστική κοινή) προσοχή προσέχω
Ουσιαστικό
προσοχή θηλυκό
- η συγκέντρωση των πνευματικών δυνάμεων και των αισθήσεων σε ένα αντικείμενο ή ερέθισμα
- .. η μια στάθηκεν, άπλωσε στο χέρι της το καπέλλο της άλλης και με μεγάλη προσοχή, με μεγαλείτερη στοργή, της διώρθωσεν.....αλήθεια πως να το διηγηθώ; — της διώρθωσε τη θέση κάποιου άνθους που είχε γύρει, σαν να διώρθωνε το μεγάλο λάθος της ύπαρξής των! (Ζαχαρίας Παπαντωνίου, "Οι Αδελφές", Πεζοί Ρυθμοί, 1922)
- η πνευματική κατάσταση που αποτελεί προϋπόθεση για την αποφυγή κινδύνων
- Είσαι μικρό ακόμη για εργαλεία σαν αυτό, το ψαλίδι θέλει μεγάλη προσοχή
- το μικρό παιδί διέφυγε την προσοχή μας και σκόνταψε στο λάκκο με τις λάσπες
- φροντίδα
- στρατιωτικό παράγγελμα σε αντιδιαστολή προς την ανάπαυση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.