προσοχή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσοχή οι προσοχές
      γενική της προσοχής των προσοχών
    αιτιατική την προσοχή τις προσοχές
     κλητική προσοχή προσοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσοχή< (ελληνιστική κοινή) προσοχή προσέχω

Ουσιαστικό

προσοχή θηλυκό

  1. η συγκέντρωση των πνευματικών δυνάμεων και των αισθήσεων σε ένα αντικείμενο ή ερέθισμα
    .. η μια στάθηκεν, άπλωσε στο χέρι της το καπέλλο της άλλης και με μεγάλη προσοχή, με μεγαλείτερη στοργή, της διώρθωσεν.....αλήθεια πως να το διηγηθώ; — της διώρθωσε τη θέση κάποιου άνθους που είχε γύρει, σαν να διώρθωνε το μεγάλο λάθος της ύπαρξής των! (Ζαχαρίας Παπαντωνίου, "Οι Αδελφές", Πεζοί Ρυθμοί, 1922)
  2. η πνευματική κατάσταση που αποτελεί προϋπόθεση για την αποφυγή κινδύνων
    Είσαι μικρό ακόμη για εργαλεία σαν αυτό, το ψαλίδι θέλει μεγάλη προσοχή
    το μικρό παιδί διέφυγε την προσοχή μας και σκόνταψε στο λάκκο με τις λάσπες
  3. φροντίδα
  4. στρατιωτικό παράγγελμα σε αντιδιαστολή προς την ανάπαυση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.