βελόνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βελόνα οι βελόνες
      γενική της βελόνας των βελονών
    αιτιατική τη βελόνα τις βελόνες
     κλητική βελόνα βελόνες
Απ' όλα τα θηλυκά σε -όνα, όπως εικόνα, με γενική πληθυντικού -όνων,
εξαιρούνται τα βελόνα και κολόνα (*).
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βελόνες για ράψιμο
πλεχτές κάλτσες και βελόνες του πλεξίματος
βελόνες πεύκου

Ετυμολογία

βελόνα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βελόνη[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /veˈlo.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βελόνα

Ουσιαστικό

βελόνα θηλυκό

  1. εργαλείο για ράψιμο με αιχμηρή άκρη και μικρό δακτύλιο για το πέρασμα της κλωστής
  2. (συνεκδοχικά) το ράψιμο, η ραπτική
  3. μεταλλικό εργαλείο για πλέξιμο
  4. το αιχμηρό μεταλλικό στέλεχος που προσαρμόζεται σε μια σύριγγα προκειμένου να γίνει ένεση
  5. η ακίδα που προσαρμόζεται στον βραχίονα ενός γραμμόφωνου ή πικ άπ
    πρέπει να αλλάξεις βελόνα στο πικ απ
  6. ο δείκτης μιας συσκευής μέτρησης
    η βελόνα στο στροφόμετρο έφτασε στο κόκκινο
  7. το φύλλο ορισμένων δέντρων όπως το πεύκο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.