Μάτι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈma.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μάτι
ομόηχα: μάτι, Μάτη

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μάτι τα Μάτια
      γενική του Ματιού των Ματιών
    αιτιατική το Μάτι τα Μάτια
     κλητική Μάτι Μάτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μάτι < μάτι

Κύριο όνομα

Μάτι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Μάτι < μεταγραφή για τη φινλανδική Matti

Μεταγραφή

Μάτι αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

  1. ανδρικό όνομα
  2. (σπάνιο) γυναικείο όνομα
  3. (σπάνιο) επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.