πεθαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πεθαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πεθαίνω < ἀπεθαίνω < αρχαία ελληνική ἀποθνῄσκω → και δείτε περισσότερα στο μεσαιωνικό πεθαίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /peˈθe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐θαί‐νω
Ρήμα
πεθαίνω, πρτ.: πέθαινα, αόρ.: πέθανα, μτχ.π.π.: πεθαμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- φεύγω από τη ζωή, σταματάνε όλες οι σωματικές λειτουργίες μου που χρειάζονται για τη στήριξη της ζωής
- ※ Κώστας Ουράνης 1890-1953, Θα πεθάνω ένα πένθιμο... [ποίημα, οι πρώτοι στίχοι]
- Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
μέσ’ στὴν κρύα μου κάμαρα, ὅπως ἔζησα μόνος·
- Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
- ≠ αντώνυμα: ζω
- ※ Κώστας Ουράνης 1890-1953, Θα πεθάνω ένα πένθιμο... [ποίημα, οι πρώτοι στίχοι]
- σταματάει η ύπαρξή μου
- ↪ Δεν ξέρουμε πόσες ανθρώπινες γλώσσες πεθαίνουν κάθε χρόνο.
- θέλω κάτι ή κάποιον πάρα πολύ, έχω έντονη επιθυμία
- ↪ Η κοπέλα πεθαίνει για σένα, φαίνεται στα μάτια της πως σ' αγαπάει.
- ↪ Πεθαίνω για ένα παγωτό, αλλά κάνω δίαιτα...
- νιώθω μία δυσάρεστη αίσθηση που δύσκολα την αντέχω
- ↪ Με πέθανε απ' τον πόνο το δόντιο μου.
Συνώνυμα
- αποδημώ εις Κύριον (επίσημο, ειρωνικό)
- αποθαίνω (ιδιωματικό, λογοτεχνικό)
- αποθνήσκω (αρχαιοπρεπές)
- ειρηνεύω, κοιμούμαι (για κλήρο)
- εκδημώ (αρχαιοπρεπές, λόγιο)
σε προφορικό λόγο:
- αφήνω τα κόκκαλά μου
- αφήνω την τελευταία μου πνοή
- αφήνω χρόνους
- κοιτάω τα ραδίκια ανάποδα
- μένω ξερός
- μένω σέκος
- μένω στον τόπο
- μένω τέζα
- μου έρχεται κόλπος
- μου έρχεται νταμπλάς
- παραδίδω το πνεύμα
- πάω στα θυμαράκια
- πέφτω ξερός
- τα κακαρώνω (προφορικό, ειρωνικό)
- τα τινάζω, τινάζω τα πέταλα (προφορικό, ειρωνικό)
- ψοφάω (για ζώα)
Εκφράσεις
- δε θα πεθάνω κιόλας
- η ελπίδα πεθαίνει τελευταία
- θα πέσω να πεθάνω
- πεθαίνω στην ψάθα
- πεθαίνω της... πείνας/δίψας πεθαίνω της πείνας ή πεθαίνα από την...
Παροιμίες
- όποιου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνε
Συγγενικά
- αδικοπεθαμένος
- αδικοπεθαμός
- απέθανα
- απέθαντος
- αποθαίνω
- αποθαμός
- μισοπεθαμένος
- πεθαμενίλα
- πεθαμένα (ουδέτερο πληθυντικός)
- πεθαμενατζής
- πεθαμενατζίδικο
- πεθαμενατζούδικο
- πεθαμένος
- πεθαμός
Σύνθετα
- αργοπεθαίνω
- ξαναπεθαίνω
- σιγοπεθαίνω
- λήγουν σε -πεθαίνω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πεθαίνω | πέθαινα | θα πεθαίνω | να πεθαίνω | πεθαίνοντας | |
| β' ενικ. | πεθαίνεις | πέθαινες | θα πεθαίνεις | να πεθαίνεις | πέθαινε | |
| γ' ενικ. | πεθαίνει | πέθαινε | θα πεθαίνει | να πεθαίνει | ||
| α' πληθ. | πεθαίνουμε | πεθαίναμε | θα πεθαίνουμε | να πεθαίνουμε | ||
| β' πληθ. | πεθαίνετε | πεθαίνατε | θα πεθαίνετε | να πεθαίνετε | πεθαίνετε | |
| γ' πληθ. | πεθαίνουν(ε) | πέθαιναν πεθαίναν(ε) |
θα πεθαίνουν(ε) | να πεθαίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πέθανα | θα πεθάνω | να πεθάνω | πεθάνει | ||
| β' ενικ. | πέθανες | θα πεθάνεις | να πεθάνεις | πέθανε | ||
| γ' ενικ. | πέθανε | θα πεθάνει | να πεθάνει | |||
| α' πληθ. | πεθάναμε | θα πεθάνουμε | να πεθάνουμε | |||
| β' πληθ. | πεθάνατε | θα πεθάνετε | να πεθάνετε | πεθάνετε | ||
| γ' πληθ. | πέθαναν πεθάναν(ε) |
θα πεθάνουν(ε) | να πεθάνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πεθάνει | είχα πεθάνει | θα έχω πεθάνει | να έχω πεθάνει | ||
| β' ενικ. | έχεις πεθάνει | είχες πεθάνει | θα έχεις πεθάνει | να έχεις πεθάνει | ||
| γ' ενικ. | έχει πεθάνει | είχε πεθάνει | θα έχει πεθάνει | να έχει πεθάνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πεθάνει | είχαμε πεθάνει | θα έχουμε πεθάνει | να έχουμε πεθάνει | ||
| β' πληθ. | έχετε πεθάνει | είχατε πεθάνει | θα έχετε πεθάνει | να έχετε πεθάνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πεθάνει | είχαν πεθάνει | θα έχουν πεθάνει | να έχουν πεθάνει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πεθαμένος - είμαστε, είστε, είναι πεθαμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πεθαμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πεθαμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πεθαμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πεθαμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πεθαμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πεθαμένοι | |||||
Μεταφράσεις
πεθαίνω
|
Πηγές
- πεθαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πεθαίνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- πεθαίνω < ἀπεθαίνω με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος < αρχαία ελληνική ἀποθνῄσκω + -αίνω με θέμα όπως στον αόριστο ἀπέθανον [1] < ἀπό + θνῄσκω
Πηγές
- πεθαίνω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- πεθαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.