ὄμμα
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ὄμμᾰ | τὰ | ὄμμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | ὄμμᾰτος | τῶν | ὀμμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | ὄμμᾰτῐ | τοῖς | ὄμμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | ὄμμᾰ | τὰ | ὄμμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | ὄμμᾰ | ὄμμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄμμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀμμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὄμμα < ὄπ-μα ὄψομαι (< ὁράω / ὁρῶ) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ὄμμα ουδέτερο
- (ανθρώπινο σώμα) το μάτι, ο οφθαλμός
- ※ χρεώ δέ τοῦτο νοῆσαι οὐκ ἀτενῶς, ἀλλ’ ἁγνόν άπόστροφον ὄμμα φέροντα σῆς ψυχῆς τεῖναι κενεόν νόον είς τό νοητόν ὄφρα μάθῃς τό νοητόν, ἐπεί νόου ἔξω ὑπάρχει (Δαμάσκιος, Ι, 154) (Χρειάζεται επεξεργασία)
- βλέμμα
- ό,τι βλέπει κάποιος
- λάμψη, φως
- καθετί αγαπητό ή πολύτιμο
Συγγενικά
- ὀμμάτειος
- ὀμματώδης
- ὀμματῶ
- ὀμματογρᾶφος
- ὀμματολαμπής
- ὀμματοποιός
- ὀμματοσταγής
- ὀμματοστερής
- ὀμματουργός
- ὀμματόφυλλα
- ὀμματορυξία
Σύνθετα
- ἀγανόμματος
- ἀνόμματος
- ἀπόμματος
- ἀστερόμματος
- βλοσυρόμματος
- δυσόμματος
- ἐξόμματος
- ἐτερόμματος
- εὐόμματος
- θαλερόμματος
- λιπαρόμματος
- μαλακόμματος
- μελανόμματος
- μικρόμματος
- μονόμματος
- πλαγιόμματος
- τετρόμματος
- ὠχρόμματος
Εκφράσεις
Πηγές
- ὄμμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄμμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.