ὄμμα

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὄμμᾰ τὰ ὄμμᾰτ
      γενική τοῦ ὄμμᾰτος τῶν ὀμμᾰ́των
      δοτική τῷ ὄμμᾰτ τοῖς ὄμμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ὄμμᾰ τὰ ὄμμᾰτ
     κλητική ! ὄμμᾰ ὄμμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὄμμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ὀμμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὄμμα < ὄπ-μα ὄψομαι (< ὁράω / ὁρῶ)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ὄμμα ουδέτερο

  1. (ανθρώπινο σώμα) το μάτι, ο οφθαλμός
      χρεώ δέ τοῦτο νοῆσαι οὐκ ἀτενῶς, ἀλλ’ ἁγνόν άπόστροφον ὄμμα φέροντα σῆς ψυχῆς τεῖναι κενεόν νόον είς τό νοητόν ὄφρα μάθῃς τό νοητόν, ἐπεί νόου ἔξω ὑπάρχει (Δαμάσκιος, Ι, 154) (Χρειάζεται επεξεργασία)
  2. βλέμμα
  3. ό,τι βλέπει κάποιος
  4. λάμψη, φως
  5. καθετί αγαπητό ή πολύτιμο

Συγγενικά

  1. ὀμμάτειος
  2. ὀμματώδης
  3. ὀμματῶ
  4. ὀμματογρᾶφος
  5. ὀμματολαμπής
  6. ὀμματοποιός
  7. ὀμματοσταγής
  8. ὀμματοστερής
  9. ὀμματουργός
  10. ὀμματόφυλλα
  11. ὀμματορυξία

Σύνθετα

  1. ἀγανόμματος
  2. ἀνόμματος
  3. ἀπόμματος
  4. ἀστερόμματος
  5. βλοσυρόμματος
  6. δυσόμματος
  7. ἐξόμματος
  8. ἐτερόμματος
  9. εὐόμματος
  10. θαλερόμματος
  11. λιπαρόμματος
  12. μαλακόμματος
  13. μελανόμματος
  14. μικρόμματος
  15. μονόμματος
  16. πλαγιόμματος
  17. τετρόμματος
  18. ὠχρόμματος

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.