τατζικικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα τατζικικά
      γενική των τατζικικών
    αιτιατική τα τατζικικά
     κλητική τατζικικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

τατζικικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.