υποκοριστικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποκοριστικό τα υποκοριστικά
      γενική του υποκοριστικού των υποκοριστικών
    αιτιατική το υποκοριστικό τα υποκοριστικά
     κλητική υποκοριστικό υποκοριστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποκοριστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υποκοριστικός < ελληνιστική κοινή ὑποκοριστικός < αρχαία ελληνική ὑποκορίζομαι

Ουσιαστικό

υποκοριστικό ουδέτερο

Σημειώσεις

Αντώνυμα

  • Παράρτημα:Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας→Υποκοριστικά
  • Κατηγορία:Υποκοριστικοί όροι (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
  • Κατηγορία:Όροι κατά δεύτερο υποκορισμό στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

υποκοριστικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του υποκοριστικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του υποκοριστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.