oko

Βοσνιακά (bs)

Ουσιαστικό

oko (bs)



Κροατικά (hr)

Ουσιαστικό

oko (hr) ουδέτερο

Πρόθεση

oko (hr)

Επίρρημα

oko (hr)



Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɔkɔ/
 

Ουσιαστικό

oko (pl) ουδέτερο

Συγγενικά



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

oko (sr)

  • λατινική γραφή του око



Σλοβακικά (sk)

Ουσιαστικό

oko (sk) ουδέτερο



Τσεχικά (cs)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

oko (cs) ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.