oko
Βοσνιακά
(bs)
Ουσιαστικό
oko
(bs)
το
μάτι
Κροατικά
(hr)
Ουσιαστικό
oko
(hr)
ουδέτερο
το
μάτι
Πρόθεση
oko
(hr)
γύρω
Επίρρημα
oko
(hr)
περίπου
Πολωνικά
(pl)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈɔkɔ
/
ⓘ
Ουσιαστικό
oko
(pl)
ουδέτερο
το
μάτι
Συγγενικά
oczko
okular
okulary
okulista
okulistka
okulistyka
Σερβικά
(sr)
Ουσιαστικό
oko
(sr)
λατινική γραφή του
око
Σλοβακικά
(sk)
Ουσιαστικό
oko
(sk)
ουδέτερο
το
μάτι
Τσεχικά
(cs)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
oko
(cs)
ουδέτερο
το
μάτι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.