το

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος άρθρου

το ουδέτερο (παλιότερη γραφή: τό) και προφορικά αρσενικό

  1. ουδέτερο:
    1. ουδέτερο οριστικό άρθρο στην ονομαστική ενικού
      Το καλό το παλικάρι, ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
    2. ουδέτερο οριστικό άρθρο στην αιτιατική ενικού
      Άλλο το ένα, άλλο το άλλο.
      Δεν έχει το γνώθι σαυτόν.
  2. αρσενικό άλλη μορφή του τον: αρσενικό οριστικό άρθρο στην αιτιατική ενικού
    (δείτε, Παράρτημα:Γραμματική#τελικό ν)
    Έχε το νου σου!

κλίσεις των άρθρων

αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ενικού ο η το
γενική ενικού
+ σε
του
στου
της
στης
του
στου
αιτιατική ενικού
+ σε
τον
στον
τη(ν)
στη(ν)
το
στο
ονομαστική πληθυντικού οι οι τα
γενική πληθυντικού
+ σε
των
στων
των
στων
των
στων
αιτιατική πληθυντικού
+ σε
τους
στους
τις
στις
τα
στα

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

το ουδέτερο (παλιότερη γραφή: τό)

  • αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας γ' προσώπου, αντί του αυτό
    του το είπα, αλλά αυτός δεν ήθελε να με πιστέψει

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

το ουδέτερο (παλιότερη γραφή: τό)

  • (δεικτική αντωυνμία)
    1. αυτό
      (Χρειάζεται παράδειγμα)
    2. σε εκφράσεις, χωρίς ... (Χρειάζεται ανάλυση)
      το σκάω, τα σκάω

Εκφράσεις

Σημειώσεις

  • Για τον τόνο στο τό δείτε Παράρτημα:Γραμματική (νέα_ελληνικά)#μονοσύλλαβα με τόνο.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.