γαλικιανά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | γαλικιανά | ||
| γενική | των | γαλικιανών | ||
| αιτιατική | τα | γαλικιανά | ||
| κλητική | γαλικιανά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαλικιανά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γαλικιανός < Γαλικία
Ουσιαστικό

η Γαλικία
γαλικιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) η επίσημη (μαζί με τα ισπανικά) γλώσσα της Γαλικίας (αυτόνομη επαρχία στη βορειοδυτική Ισπανία). Το μεσαίωνα διέφερε ελάχιστα από τα πορτογαλικά και θα μπορούσε κανείς να πει ότι αποτελούσαν μια κοινή γλώσσα. Αντίθετα στις μέρες μας, αν και στη σύνταξη μοιάζουν ακόμα πολύ μεταξύ τους, έχουν αποκλίνει μερικώς στη μορφολογία και πολύ περισσότερο στο λεξιλόγιο.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.