γίντις
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
γίντις ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Επίθετο
γίντις άκλιτο
- που έχει σχέση με τη γλώσσα γίντις
-
γίντις στη Βικιπαίδεια

- λαντίνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.