ιντερλίνγκουα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ιντερλίνγκουα < λατινικά: inter + lingua

Ουσιαστικό

ιντερλίνγκουα θηλυκό άκλιτο

  • (γλώσσα) τεχνητή γλώσσα που δημιουργήθηκε από τη Διεθνή Ένωση Βοηθητικών Γλωσσών και αναπτύχθηκε μεταξύ 1937 και 1951

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.