επίκεντρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίκεντρο τα επίκεντρα
      γενική του επίκεντρου
& επικέντρου
των επίκεντρων
& επικέντρων
    αιτιατική το επίκεντρο τα επίκεντρα
     κλητική επίκεντρο επίκεντρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίκεντρο < επί- + κεντρο, όπως (ελληνιστική κοινή) ἐπίκεντρον, ουδέτερο του ἐπίκεντρος < ἐπί + αρχαία ελληνική κέντρον < κεντέω / κεντῶ [1]
για τη γεωλογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική épicentre < αρχαία ελληνική ἐπί + κέντρον
η μεταφορική σημασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική epicenter < αρχαία ελληνική ἐπί + κέντρον

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpi.cen.dɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επίκεντρο

Ουσιαστικό

επίκεντρο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.