βοήθημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βοήθημα τα βοηθήματα
      γενική του βοηθήματος των βοηθημάτων
    αιτιατική το βοήθημα τα βοηθήματα
     κλητική βοήθημα βοηθήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βοήθημα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βοήθημα ουδέτερο

  1. χρηματικό ποσό που δίνεται σε κάποιον για να καλύψει ένα μέρος των αναγκών του
  2. βιβλίο που βοηθάει τους μαθητές στη μελέτη τους


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.