βοήθημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βοήθημα | τα | βοηθήματα |
| γενική | του | βοηθήματος | των | βοηθημάτων |
| αιτιατική | το | βοήθημα | τα | βοηθήματα |
| κλητική | βοήθημα | βοηθήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βοήθημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
βοήθημα ουδέτερο
- χρηματικό ποσό που δίνεται σε κάποιον για να καλύψει ένα μέρος των αναγκών του
- βιβλίο που βοηθάει τους μαθητές στη μελέτη τους
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.