σουαχίλι
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
σουαχίλι άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) που μιλιέται στην ανατολική Αφρική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.