φύτρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φύτρα οι φύτρες
      γενική της φύτρας των φυτρών
    αιτιατική τη φύτρα τις φύτρες
     κλητική φύτρα φύτρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φύτρα < αρχαία ελληνική φύω

Ουσιαστικό

φύτρα θηλυκό

  1. το φύτρο, το φυτό σε πρώτο στάδιο ανάπτυξης
  2. (μεταφορικά) η καταγωγή ενός ανθρώπου
  3. (μεταφορικά) οι απόγονοι ενός ανθρώπου
  4. η ρίζα της τρίχας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.