τρύπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρύπα οι τρύπες
      γενική της τρύπας των τρυπών
    αιτιατική την τρύπα τις τρύπες
     κλητική τρύπα τρύπες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια τρύπα σε βράχο

Ετυμολογία

τρύπα < ελληνιστική κοινή τρῦπα < αρχαία ελληνική τρύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *truH-p-[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtɾi.pa/

Ουσιαστικό

τρύπα θηλυκό

  1. κενός χώρος, κοιλότητα ή άνοιγμα σε ένα στερεό σώμα
    άνοιξε μια μικρή τρύπα στον τοίχο για εξαερισμό
  2. (κατ’ επέκταση) άνοιγμα σε κάποιο σώμα
    η τρύπα του όζοντος απειλεί την υγεία μας
  3. (συνεκδοχικά) κενό, άνοιγμα, έλλειψη ή έλλειμμα
    υπάρχει τρύπα στα δημοσιονομικά
    εκμεταλλεύτηκε την τρύπα στην άμυνα του αντιπάλου και διείσδυσε
    βρήκε τρύπα στο νόμο και λειτουργούσε δίχως άδεια

Εκφράσεις

Συνώνυμα

Παράγωγα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.