yak

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

yak (en)

  1. (θηλαστικό ζώο) το γιακ, βοοειδές των Ιμαλαΐων και του Νεπάλ
  2. διάλογος, κουβέντα
  3. φλυαρία

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
yak yaks

Ουσιαστικό

yak (fr)

  1. (θηλαστικό ζώο) άλλη γραφή του yack
  2. (ναυτικός όρος) ξύλινη λαβή γύρω στα 4 μέτρα που έχει στην άκρη του μια αιχμή ή ένα αγκίστρι. Χρησιμοποιείται για να αρπάξει ένα σκοινί, ένα ψάρι, κ.α.
     συνώνυμα: yek



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

yak (it)

  • (θηλαστικό ζώο) το γιακ, βοοειδές των Ιμαλαΐων και του Νεπάλ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.