σράναν

Νέα ελληνικά (el)

Επίθετο

σράναν

  • που σχετίζεται με τη γλώσσα σράναν

Ουσιαστικό

σράναν άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • κρεολική γλώσσα που μιλιέται στο Σουρινάμ και στα δυτικά της Γαλλικής Γουϊνέας.

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.