καρδιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρδιά οι καρδιές
      γενική της καρδιάς των καρδιών
    αιτιατική την καρδιά τις καρδιές
     κλητική καρδιά καρδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρδιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρδιά < καρδία, με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας[1] < αρχαία ελληνική καρδία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱḗr- / *ḱr̥d-

Προφορά

ΔΦΑ : /kaɾˈðʝa/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρδιά

Ουσιαστικό

σχηματική τομή της ανθρώπινης καρδιάς
σύμβολο της καρδιάς

καρδιά θηλυκό

  1. (ανατομία) μυώδες κοίλο όργανο που λειτουργεί ως αντλία για την κυκλοφορία του αίματος
  2. (μετωνυμία) το μέρος όπου αισθανόμαστε να χτυπά η καρδιά
    έβαλε το χέρι του στην καρδιά
  3. (μεταφορικά) το μέρος που θεωρείται η πηγή των αισθημάτων, των παθών, της ηθικής
    τον αγαπάει με όλη της την καρδιά
    έχει τόσα λουλούδια στον κήπο της, να χαρεί η καρδιά σου
  4. (μεταφορικά) το κέντρο, το κεντρικό μέρος ενός αντικειμένου ή χώρου
    η καρδιά του αντιδραστήρα
  5. (μεταφορικά) η ουσία, ο βασικός πυρήνας
    στην καρδιά του προβλήματος
  6. το μέσο μιας χρονικής περιόδου
    είμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού, κάνει φοβερή ζέστη
  7. (βοτανική) το εσωτερικό μέρος των καρπών ή των φυτών
    σαν την καρδιά ενός μαρουλιού
  8. διάθεση, επιθυμία
    δε μου κάνει καρδιά να φύγω
  9. θάρρος
    εμπρός, με καρδιά, να καταλάβουμε το ύψωμα
  10. το καθιερωμένο σύμβολο της καρδιάς και του έρωτα

Πολυλεκτικοί όροι

  • αδύναμη καρδιά
  • ανακοπή καρδιάς
  • βαλβίδα καρδιάς
  • γερή καρδιά
  • ευαίσθητες χορδές της καρδιάς
  • καρδιά αγκινάρας
  • καρδιά μαρουλιού
  • κόλπος της καρδιάς
  • μεταμόσχευση καρδιάς
  • συγκοπή καρδιάς
  • τεχνητή καρδιά
  • τρυφερή καρδιά

Εκφράσεις

  • αγγίζω την καρδιά κάποιου
  • αγκάθι στην καρδιά
  • αγνή καρδιά
  • αδούλωτη καρδιά
  • ακούω την καρδιά μου
  • ανάβω καρδιές
  • ανάβω φωτιά στην καρδιά
  • άνθρωπος χωρίς καρδιά
  • ανοίγει η καρδιά μου, βλ. ανοίγει η ψυχή μου
  • ανοίγω την καρδιά μου
  • άπονη καρδιά
  • από καρδιάς και εκ καρδίας
  • από τα βάθη της καρδιάς μου, βλ. από τα βάθη της ψυχής μου
  • άστατη καρδιά
  • αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει
  • βάζω το χέρι στην καρδιά
  • βαραίνω την καρδιά κάποιου
  • βασίλισσα στην καρδιά μου
  • βάστα καρδιά!
  • βγαίνει η καρδιά μου
  • γελάω με την καρδιά μου
  • γίνεται κομμάτια η καρδιά μου ή κάνω την καρδιά κομμάτια
  • δεν το βαστά(ει) η καρδιά μου ή δεν μου βαστά(ει) η καρδιά να
  • δεν μου κάνει καρδιά να
  • δίνω το αίμα της καρδιάς μου
  • εκ βάθους καρδίας
  • εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας
  • εκλεκτός της καρδιάς ή εκλεκτή της καρδιάς
  • ελαφρά τη καρδία / ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ
  • έξω καρδιά
  • έξω φτώχεια και καλή καρδιά!
  • έχω ατσάλινη καρδιά ή έχω καρδιά ατσάλι
  • έχω γενναία καρδιά
  • έχω καθαρή καρδιά
  • έχω καρδιά αγκινάρα
  • έχω καρδιά μπαξέ
  • έχω καρδιά (από) μάρμαρο
  • έχω καρδιά (σαν) πέτρα
  • έχω μαράζι στην καρδιά
  • έχω/είναι μεγάλη καρδιά
  • έχω (κάποιον) (μες) στην καρδιά μου ή έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου
  • έχω την καρδιά μου ή έχω καρδιά: υποφέρω από την καρδιά μου
  • έχω λάβρα στην καρδία μου
  • έχω πίκρα στην καρδία μου
  • έχω φαρμάκι στην καρδιά μου
  • η καρδιά μου κάνει τικ τακ
  • η καρδιά μου το ξέρει!
  • η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο
  • θα έδινα/πρόσφερα/χάριζα (και) την καρδιά μου!
  • θα ζω στην καρδιά κάποιου
  • καίω καρδιές
  • καλή καρδιά!
  • καλή καρδιά και λίγη γνώση
  • κάνω καρδιά
  • κάνω πέτρα την καρδιά μου
  • κάνω την καρδιά περιβόλι
  • καρδιά μου! ή καρδούλα μου!
  • καρδιά μάλαμα!
  • κατακτώ/κλέβω/καίω/κερδίζω/παίρνω την καρδιά κάποιου
  • κλαίει η καρδιά μου
  • κλείνω στην καρδιά μου κάποιον/κάτι
  • κλοτσάει η καρδιά μου
  • κρύα χέρια, ζεστή καρδιά
  • κρύωσε η καρδιά μου
  • λόγια της καρδιάς
  • ματώνει η καρδιά μου
  • μαυρίζει/μαύρισε η καρδιά μου
  • μαχαίρι στην καρδιά
  • με βαριά καρδιά ή με κρύα καρδιά ή με μισή καρδιά
  • με μια ψυχή, με μια καρδιά
  • με όλη μου την καρδιά
  • με την καρδιά μου
  • με τι καρδιά;
  • με το χέρι στην καρδιά
  • μιλάω στην καρδιά κάποιου
  • μου βαραίνει την καρδιά
  • ξεριζώνω την καρδιά κάποιου
  • ξυπνάει η καρδιά μου
  • όσο θα χτυπάει η καρδιά μου
  • ό,τι ποθεί η καρδιά μου ή ό,τι λαχταρά η καρδιά μου ή ό,τι τραβάει η καρδιά μου
  • πάει να σπάσει η καρδιά μου
  • πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της
  • πήγε η καρδιά μου στην Κούλουρη
  • πικραίνω την καρδιά κάποιου
  • ραγίζω την καρδιά κάποιου ή ραγίζει η καρδιά μου
  • σιχαίνεται η καρδιά μου κάποιον
  • σκίζω την καρδιά κάποιου
  • σκληρή καρδιά
  • σπαράζει η καρδιά μου
  • σπαρταράει η καρδιά μου
  • στάζει η καρδιά μου αίμα
  • σταματάει η καρδιά μου
  • στην καρδιά του χειμώνα ή της άνοιξης, του καλοκαιριού, του φθινοπώρου
  • σφίγγεται η καρδιά μου
  • τα μύχια της καρδιάς
  • τα φύλλα της καρδιάς
  • της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί
  • το έχω βάρος στην καρδιά μου ή έχω βάρος στην καρδιά μου
  • το λέει η καρδιά μου ή το λέει η καρδούλα μου, βλ. το λέει η ψυχή μου
  • τον/την πρόδωσε η καρδιά του/της
  • το χέρι της καρδιάς
  • τραβάει η καρδιά μου (κάτι), βλ. τραβάει η ψυχή μου (κάτι)
  • τρέμει η καρδιά μου
  • υγεία και καλή καρδιά!
  • φεύγω από καρδιά ή φεύγω απ' την καρδιά: πεθαίνω λόγω ανακοπής καρδιάς
  • χαλάω την καρδιά μου, βλ. χαλάω τη ζαχαρένια μου
  • χαρίζω την καρδιά μου
  • χρυσή καρδιά!
  • χτυπάει η καρδία μου
  • ψυχραίνονται οι καρδιές μας

Παροιμίες

  • βρήκε/είδε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του
  • θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά
  • κάλλιο κόμπο στο πουγκί παρά κόμπο στην καρδιά

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
καρδ- 

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καρδιά < καρδία, με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας[1] < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καρδία

Ουσιαστικό

καρδιά θηλυκό

Εκφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.