κοιλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοιλία οι κοιλίες
      γενική της κοιλίας των κοιλιών
    αιτιατική την κοιλία τις κοιλίες
     κλητική κοιλία κοιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοιλία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοιλία. Συγκρίνετε με το κοιλιά

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοιλία

Ουσιαστικό

κοιλία θηλυκό

  1. (λόγιο, ανατομία) λόγια μορφή του κοιλιά
  2. (ανατομία) κοιλότητα σε κάποιο σωματικό όργανο (καρδιά, εγκέφαλο κ.λπ.)

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κοιλία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κοιλία

Ουσιαστικό

κοιλία

  1. (ανθρώπινο σώμα) η κοιλιά
  2. (ανατομία) το στομάχι
  3. το περιεχόμενο της κοιλιάς, εντόσθια
  4. η διάρροια
  5. (μεταφορικά)
    1. τα σωθικά, η ψυχή
    2. (για πλοίο) τα ύφαλα

Εκφράσεις

  • κοιλία ᾍδου (ο κάτω κόσμος)

Συγγενικά

  • ἐγκοίλια
  • ἔγκοιλος
  • εὔκοιλος
  • κοιλάντερα
  • κοιλιακός
  • κοιλιάντερα
  • κοιλιάρης
  • κοιλιο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα κοιλιο- στο Βικιλεξικό
  • κοιλο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα κοιλο- στο Βικιλεξικό
  • κοιλούλα
  • μεσοϋπόκοιλο
  • μονόκοιλα (επίρρημα)
  • μονόκοιλος
  • ξεκοιλιάζω
  • προκοίλης
  • προκοίλιος

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κοιλῐᾱ-
ονομαστική κοιλί αἱ κοιλίαι
      γενική τῆς κοιλίᾱς τῶν κοιλιῶν
      δοτική τῇ κοιλί ταῖς κοιλίαις
    αιτιατική τὴν κοιλίᾱν τὰς κοιλίᾱς
     κλητική ! κοιλί κοιλίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοιλί
γεν-δοτ τοῖν  κοιλίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοιλία < κοῖλ(ος) + -ία

Ουσιαστικό

κοιλία θηλυκό

  1. (ανατομία) κοιλότητα στο σώμα
     δείτε  λατινική venter
  2. οποιαδήποτε κοιλότητα
  3. εντόσθια, σπλάχνα
    εκφράσεις κοιλία ὑεία: ο πατσάς χοιρινός

Συγγενικά

όπως ενδεικτικά

  • ἀκοίλιος
  • δυσκοίλιος
  • ἐπικοιλίς
  • εὐκοίλιος
  • εὐρυκοίλιος
  • κοιλιακός
  • κοιλιαλγέω
  • κοιλιόδεσμος
  • κοιλιοπώλης
  • κοιλιώδης
  • κοιλίωσις
  • κοιλιο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα κοιλιο- στο Βικιλεξικό
  • μακροκοίλιος
  • μεγαλοκοίλιος
  • ὑποκοίλιον

 και δείτε τη λέξη κοῖλος - Λέξεις κοιλ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.