κέντρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κέντρο | τα | κέντρα |
| γενική | του | κέντρου | των | κέντρων |
| αιτιατική | το | κέντρο | τα | κέντρα |
| κλητική | κέντρο | κέντρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κέντρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κέντρον [1]
- για τη γεωμετρία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κέντρον
- για σύγχρονες σημασίες < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική centre < λατινική centrum < αρχαία ελληνική κέντρον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈcen.dɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κέ‐ντρο
Ουσιαστικό
κέντρο ουδέτερο
- (γεωμετρία) το σημείο από το οποίο ισαπέχουν όλα τα σημεία της περιφέρειας ενός κύκλου ή της επιφάνειας μιας σφαίρας
- η περιοχή ενός σώματος που απέχει εξίσου από τα άκρα του, το μέσον
- η περιοχή μιας πόλης, συνήθως γύρω από μια πλατεία, που συγκεντρώνει τα σημαντικότερα κτήρια από πολιτική, διοικητική, εμπορική άποψη, τις σπουδαιότερες δραστηριότητες της κοινωνικής ζωής
- σημείο μεγάλης σπουδαιότητας για έναν τομέα
- ↪ το κέντρο της πνευματικής ζωής
- οργανισμός ή ίδρυμα
- ↪ Κέντρο Ελληνικού Κινηματογράφου
- Κέντρο Υγείας: μονάδα πρωτοβάθμιας περίθαλψης
- Εργατικό Κέντρο: συνδικαλιστικό όργανο που συγκεντρώνει τα εργατικά σωματεία μιας πόλης
- κτίριο που συγκεντρώνει πολλές ομοειδείς δραστηριότητες
- ↪ χτίστηκε ένα νέο εμπορικό κέντρο
- ↪ η εκδήλωση θα γίνει στο Πνευματικό Κέντρο του δήμου
Πολυλεκτικοί όροι
Εκφράσεις
- κέντρο απόκεντρο: μια περιοχή κοντά στο κέντρο της πόλης που διευκολύνει τη μετακίνηση προς αυτό χωρίς να επιβαρύνεται πολύ από κίνηση και θόρυβο
- κέντρο διερχομένων: περιοχή με μεγάλη κίνηση, πολλούς περαστικούς επισκέπτες (λέγεται και ως έκφραση δυσφορίας)
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
κεντρ-
κεντρ-
Σύνθετα
- κεντρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κεντρο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'κεντρικός' στο Βικιλεξικό
και
- απόκεντρος
- διάκεντρος
- εγκέντρισμα
- έκκεντρος & συγγενικά
- εκκεντροφόρος
- επίκεντρο
- επίκεντρος
- ομοκεντρία
- ομόκεντρος & συγγενικά
- ορθόκεντρο
- παράκεντρος
- συγκεντρώνω & συγγενικά
- υπόκεντρο
- φυγόκεντρος
- κεντρ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κέντρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.