καρδιόσχημος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καρδιόσχημος | η | καρδιόσχημη | το | καρδιόσχημο |
| γενική | του | καρδιόσχημου | της | καρδιόσχημης | του | καρδιόσχημου |
| αιτιατική | τον | καρδιόσχημο | την | καρδιόσχημη | το | καρδιόσχημο |
| κλητική | καρδιόσχημε | καρδιόσχημη | καρδιόσχημο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καρδιόσχημοι | οι | καρδιόσχημες | τα | καρδιόσχημα |
| γενική | των | καρδιόσχημων | των | καρδιόσχημων | των | καρδιόσχημων |
| αιτιατική | τους | καρδιόσχημους | τις | καρδιόσχημες | τα | καρδιόσχημα |
| κλητική | καρδιόσχημοι | καρδιόσχημες | καρδιόσχημα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaɾ.ðiˈo.sçi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐δι‐ό‐σχη‐μος
Αναφορές
- καρδιόσχημος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.