κατάκαρδα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατάκαρδα < κατα- + καρδιά +

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈta.kaɾ.ða/

Επίρρημα

κατάκαρδα

  1. (κυριολεκτικά) στην καρδιά ή γενικότερα στο μέρος της καρδιάς
  2. (μεταφορικά) μέχρι την καρδιά, υπερβολικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.