κακόκαρδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κακόκαρδος | η | κακόκαρδη | το | κακόκαρδο |
| γενική | του | κακόκαρδου | της | κακόκαρδης | του | κακόκαρδου |
| αιτιατική | τον | κακόκαρδο | την | κακόκαρδη | το | κακόκαρδο |
| κλητική | κακόκαρδε | κακόκαρδη | κακόκαρδο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κακόκαρδοι | οι | κακόκαρδες | τα | κακόκαρδα |
| γενική | των | κακόκαρδων | των | κακόκαρδων | των | κακόκαρδων |
| αιτιατική | τους | κακόκαρδους | τις | κακόκαρδες | τα | κακόκαρδα |
| κλητική | κακόκαρδοι | κακόκαρδες | κακόκαρδα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κακόκαρδος < κακό- + καρδ(ιά) -ος
Επίθετο
κακόκαρδος -η -ο
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Πηγές
- κακόκαρδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
κακόκαρδος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.