εγκάρδιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκάρδιος η εγκάρδια το εγκάρδιο
      γενική του εγκάρδιου της εγκάρδιας του εγκάρδιου
    αιτιατική τον εγκάρδιο την εγκάρδια το εγκάρδιο
     κλητική εγκάρδιε εγκάρδια εγκάρδιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκάρδιοι οι εγκάρδιες τα εγκάρδια
      γενική των εγκάρδιων των εγκάρδιων των εγκάρδιων
    αιτιατική τους εγκάρδιους τις εγκάρδιες τα εγκάρδια
     κλητική εγκάρδιοι εγκάρδιες εγκάρδια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εγκάρδιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκάρδιος < ἐν (εγ-) + καρδία (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cordial)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eŋˈɡaɾ.ði.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγκάρδιος
παλιότερος συλλαβισμός: εγκάρδιος

Επίθετο

εγκάρδιος, -α, -ο

  • που γίνεται από καρδιάς, που εκφράζει θερμά συναισθήματα αγάπης και φιλίας
    σας στέλνω εγκάρδιους χαιρετισμούς
     συνώνυμα: ένθερμος

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη καρδιά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.