χασμωδία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χασμωδία οι χασμωδίες
      γενική της χασμωδίας των χασμωδιών
    αιτιατική τη χασμωδία τις χασμωδίες
     κλητική χασμωδία χασμωδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χασμωδία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χασμωδία < χασμώδης[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /xa.zmoˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χασμωδία

Ουσιαστικό

χασμωδία θηλυκό

  1. (γραμματική) η κακόηχη συνεκφώνηση δύο φωνηέντων ή διφθόγγων, είτε στο εσωτερικό μιας λέξης είτε σε δύο γειτονικές λέξεις. π.χ. το αηδόνι, πενταήμερος
  2. το χάσμα, το κενό που δημιουργείται αν διακοπεί η εκτέλεση ενός μουσικού ή θεατρικού έργου
  3. (μεταφορικά) η ασυνεννοησία και η σύγχυση που επικρατεί σε μια συγκέντρωση οχλαγωγούντων ατόμων

Τρόποι αποφυγής της χασμωδίας

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.