αγγλοσαξονικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αγγλοσαξονικά
      γενική των αγγλοσαξονικών
    αιτιατική τα αγγλοσαξονικά
     κλητική αγγλοσαξονικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το αγγλοσαξονικό βασίλειο το 886 μ.Χ. (με κόκκινο χρώμα).

Ετυμολογία

αγγλοσαξονικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγγλοσαξονικός στον πληθυντικό < Αγγλοσάξονες < Άγγλος + Σάξονας.

Ουσιαστικό

αγγλοσαξονικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (γλώσσα) τα παλαιά αγγλικά, η αρχαία αγγλική γλώσσα. Ανήκει στις δυτικές γερμανικές γλώσσες και μιλιόταν σε περιοχές της Αγγλίας και της νότιας Σκωτίας από τα μέσα του 5ου αι μ.Χ. έως τα μέσα του 12ου αι μ.Χ. περίπου.

  • αγγλικά
  • Κατηγορία:Μέση αγγλική γλώσσα
  • Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα

Μεταφράσεις

Επίρρημα

αγγλοσαξονικά

  1. χρησιμοποιώντας την αγγλοσαξωνική γλώσσα
  2. όπως και οι Αγγλοσάξωνες

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αγγλοσαξονικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.