χαρτί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαρτί | τα | χαρτιά |
| γενική | του | χαρτιού | των | χαρτιών |
| αιτιατική | το | χαρτί | τα | χαρτιά |
| κλητική | χαρτί | χαρτιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαρτί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χαρτίν < ελληνιστική κοινή χαρτίον (υποκοριστικό της αρχαιοελληνικής χάρτης)
- για το τραπουλόχαρτο < (σημασιολογικό δάνειο) ιταλική carte

Πίνακας με τα τυπικά μεγέθη χαρτιού εκτύπωσης.

Στοίβα χαρτιών σε διάφορα χρώματα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /xaɾˈti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαρ‐τί
Ουσιαστικό
χαρτί ουδέτερο
- λεπτό υλικό, φτιαγμένο από ξύλο ή άλλο υλικό, σε διάφορα μεγέθη και χρώματα. Χρησιμοποιείται, ανάλογα με την ποιότητά του, για γραφή, περιτύλιγμα κ.λπ.
- (μεταφορικά) το πολύ λευκό ύφασμα
- (οικείο) επίσημο έγγραφο
- (χαρτοπαίγνιο) το τραπουλόχαρτο
Εκφράσεις
- έχω χαρτί
- καμένο χαρτί
- παίζει χαρτιά : είναι χαρτοπαίχτης, παίζει παιχνίδια με τραπουλόχαρτα με σκοπό να κερδίσει χρήματα ή όχι
- χαρτί και καλαμάρι
Σύνθετα
- χαρτο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χαρτο- στο Βικιλεξικό
και
-
χαρτί στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
χαρτί
Πηγές
- χαρτί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χαρτί - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.