ανοιχτόκαρδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοιχτόκαρδος η ανοιχτόκαρδη το ανοιχτόκαρδο
      γενική του ανοιχτόκαρδου της ανοιχτόκαρδης του ανοιχτόκαρδου
    αιτιατική τον ανοιχτόκαρδο την ανοιχτόκαρδη το ανοιχτόκαρδο
     κλητική ανοιχτόκαρδε ανοιχτόκαρδη ανοιχτόκαρδο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοιχτόκαρδοι οι ανοιχτόκαρδες τα ανοιχτόκαρδα
      γενική των ανοιχτόκαρδων των ανοιχτόκαρδων των ανοιχτόκαρδων
    αιτιατική τους ανοιχτόκαρδους τις ανοιχτόκαρδες τα ανοιχτόκαρδα
     κλητική ανοιχτόκαρδοι ανοιχτόκαρδες ανοιχτόκαρδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανοιχτόκαρδος < ανοιχτός + -ο- + καρδιά + -ος

Επίθετο

ανοιχτόκαρδος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.