ανοιχτόκαρδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανοιχτόκαρδος | η | ανοιχτόκαρδη | το | ανοιχτόκαρδο |
| γενική | του | ανοιχτόκαρδου | της | ανοιχτόκαρδης | του | ανοιχτόκαρδου |
| αιτιατική | τον | ανοιχτόκαρδο | την | ανοιχτόκαρδη | το | ανοιχτόκαρδο |
| κλητική | ανοιχτόκαρδε | ανοιχτόκαρδη | ανοιχτόκαρδο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανοιχτόκαρδοι | οι | ανοιχτόκαρδες | τα | ανοιχτόκαρδα |
| γενική | των | ανοιχτόκαρδων | των | ανοιχτόκαρδων | των | ανοιχτόκαρδων |
| αιτιατική | τους | ανοιχτόκαρδους | τις | ανοιχτόκαρδες | τα | ανοιχτόκαρδα |
| κλητική | ανοιχτόκαρδοι | ανοιχτόκαρδες | ανοιχτόκαρδα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ανοιχτόκαρδος, -η, -ο
- εξωστρεφής, αισιόδοξος, με καλή διάθεση, με κατανόηση για τους άλλους, συνήθως κεφάτος, χαμογελαστός, που δεν είναι μεμψίμοιρος
Συγγενικά
- ανοιχτόκαρδα
- ανοιχτοκαρδιά
- ανοιχτοκαρδίζω
- → δείτε τις λέξεις ανοιχτός και καρδιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.