σπαραξικάρδιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπαραξικάρδιος η σπαραξικάρδια το σπαραξικάρδιο
      γενική του σπαραξικάρδιου της σπαραξικάρδιας του σπαραξικάρδιου
    αιτιατική τον σπαραξικάρδιο τη σπαραξικάρδια το σπαραξικάρδιο
     κλητική σπαραξικάρδιε σπαραξικάρδια σπαραξικάρδιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπαραξικάρδιοι οι σπαραξικάρδιες τα σπαραξικάρδια
      γενική των σπαραξικάρδιων των σπαραξικάρδιων των σπαραξικάρδιων
    αιτιατική τους σπαραξικάρδιους τις σπαραξικάρδιες τα σπαραξικάρδια
     κλητική σπαραξικάρδιοι σπαραξικάρδιες σπαραξικάρδια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπαραξικάρδιος < ελληνιστική σπάραξις + -κάρδιος (< καρδιά + -ος) < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική heartrending

Επίθετο

σπαραξικάρδιος, -α, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.