ξεκαρδιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεκαρδιστικός | η | ξεκαρδιστική | το | ξεκαρδιστικό |
| γενική | του | ξεκαρδιστικού | της | ξεκαρδιστικής | του | ξεκαρδιστικού |
| αιτιατική | τον | ξεκαρδιστικό | την | ξεκαρδιστική | το | ξεκαρδιστικό |
| κλητική | ξεκαρδιστικέ | ξεκαρδιστική | ξεκαρδιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεκαρδιστικοί | οι | ξεκαρδιστικές | τα | ξεκαρδιστικά |
| γενική | των | ξεκαρδιστικών | των | ξεκαρδιστικών | των | ξεκαρδιστικών |
| αιτιατική | τους | ξεκαρδιστικούς | τις | ξεκαρδιστικές | τα | ξεκαρδιστικά |
| κλητική | ξεκαρδιστικοί | ξεκαρδιστικές | ξεκαρδιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξεκαρδιστικός < ξεκαρδίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /kse.kaɾ.ðis.tiˈkos/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.