τις
Νέα ελληνικά (el)
Αντωνυμία
τις (αόριστη ή ερωτηματική αρχαία αντωνυμία)
- (αρχαιοπρεπές) μονοτονική γραφή του τίς, αρσενικού γένους: κάποιος (αόριστη), ποιος; (ερωτηματική αντωνυμία)
εκφράσεις με τους αρχαίους κλιτικούς τύπους της αντωνυμίας τίς
- εν τινι
- εν τινι τρόπω - ἔν τινι τρόπῳ
- τίνι τρόπω; - τίνι τρόπῳ;
- τίνι;
- τις ει; - τίς εἶ;
- τις πταίει;
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
τις
- αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας αυτές γ΄ προσώπου, θηλυκού γένους, αιτιατικής πληθυντικού
- — Τις είδα προχτές. — Ποιες; — Τις ξαδέρφες σου. Είχαν έρθει στη Βάρκιζα για μπάνιο.
- τες (ιδιωματικό)
Σημειώσεις
- Για τον τόνο στο τίς δείτε Παράρτημα:Γραμματική (νέα_ελληνικά)#μονοσύλλαβα με τόνο.
Κλιτικός τύπος άρθρου
τις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- το θηλυκό οριστικό άρθρο στην αιτιατική πληθυντικού
- — Τις είδα προχτές. — Ποιες; — Τις ξαδέρφες σου. Είχαν έρθει στη Βάρκιζα για μπάνιο.
- ↪ βγαίνει τις μικρές ώρες
- ↪ να αποφεύγεις τις κακοτοπιές!
- τες (ιδιωματικό)
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.