ακαρδία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακαρδία οι ακαρδίες
      γενική της ακαρδίας των ακαρδιών
    αιτιατική την ακαρδία τις ακαρδίες
     κλητική ακαρδία ακαρδίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακαρδία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική acardie, α- + καρδ(ιά) + -ία[1]

Ουσιαστικό

ακαρδία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.