σκληρόκαρδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκληρόκαρδος | η | σκληρόκαρδη | το | σκληρόκαρδο |
| γενική | του | σκληρόκαρδου | της | σκληρόκαρδης | του | σκληρόκαρδου |
| αιτιατική | τον | σκληρόκαρδο | τη | σκληρόκαρδη | το | σκληρόκαρδο |
| κλητική | σκληρόκαρδε | σκληρόκαρδη | σκληρόκαρδο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκληρόκαρδοι | οι | σκληρόκαρδες | τα | σκληρόκαρδα |
| γενική | των | σκληρόκαρδων | των | σκληρόκαρδων | των | σκληρόκαρδων |
| αιτιατική | τους | σκληρόκαρδους | τις | σκληρόκαρδες | τα | σκληρόκαρδα |
| κλητική | σκληρόκαρδοι | σκληρόκαρδες | σκληρόκαρδα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκληρόκαρδος < ελληνιστική κοινή σκληροκάρδιος < αρχαία ελληνική σκληρός + καρδία
Συνώνυμα
Συγγενικά
- σκληρόκαρδα
- σκληροκαρδία
- σκληροκάρδιος
- → δείτε τις λέξεις σκληρός και καρδιά
Μεταφράσεις
σκληρόκαρδος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.