ενδοκαρδιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενδοκαρδιακός | η | ενδοκαρδιακή | το | ενδοκαρδιακό |
| γενική | του | ενδοκαρδιακού | της | ενδοκαρδιακής | του | ενδοκαρδιακού |
| αιτιατική | τον | ενδοκαρδιακό | την | ενδοκαρδιακή | το | ενδοκαρδιακό |
| κλητική | ενδοκαρδιακέ | ενδοκαρδιακή | ενδοκαρδιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενδοκαρδιακοί | οι | ενδοκαρδιακές | τα | ενδοκαρδιακά |
| γενική | των | ενδοκαρδιακών | των | ενδοκαρδιακών | των | ενδοκαρδιακών |
| αιτιατική | τους | ενδοκαρδιακούς | τις | ενδοκαρδιακές | τα | ενδοκαρδιακά |
| κλητική | ενδοκαρδιακοί | ενδοκαρδιακές | ενδοκαρδιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ενδοκαρδιακός -ή -ό
- που βρίσκεται ή συμβαίνει μέσα στη καρδιά
- που σχετίζεται με το ενδοκάρδιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.