περικάρδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περικάρδιο τα περικάρδια
      γενική του περικαρδίου
& περικάρδιου
των περικαρδίων
    αιτιατική το περικάρδιο τα περικάρδια
     κλητική περικάρδιο περικάρδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περικάρδιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περικάρδιον (< ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου περικάρδιος) Μορφολογικά αναλύεται σε περι + -κάρδιο

Ουσιαστικό

περικάρδιο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.