της

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

  1. της < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τῆς
  2. της < αρχαία ελληνική αὐτῆς

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtis/
ομόηχο: τις

Κλιτικός τύπος άρθρου

της θηλυκό

  • θηλυκό οριστικό άρθρο στη γενική ενικού
    παραμύθια της Χαλιμάς
    της νύχτας τα καμώματα...

κλίσεις των άρθρων

αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ενικού ο η το
γενική ενικού
+ σε
του
στου
της
στης
του
στου
αιτιατική ενικού
+ σε
τον
στον
τη(ν)
στη(ν)
το
στο
ονομαστική πληθυντικού οι οι τα
γενική πληθυντικού
+ σε
των
στων
των
στων
των
στων
αιτιατική πληθυντικού
+ σε
τους
στους
τις
στις
τα
στα

  • στης

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

της θηλυκό

  1. (προσωπική, της ή τής) σε αυτήν
    της είπα (είπα σε αυτήν)
  2. (κτητική) δηλώνει έναν κτήτορα θηλυκού γένους
    τα παιδί της, τα παιδιά της

Σημειώσεις

  • Για τον τόνο στο τής δείτε Παράρτημα:Γραμματική (νέα_ελληνικά)#μονοσύλλαβα με τόνο.
    ο αδερφός της είπε ότι [] (ο δικός της αδερφός: κτητική αντωνυμία)
    ο αδερφός τής είπε ότι [] (κάποιος αδερφός είπε σ' αυτήν: προσωπική αντωνυμία)
    παλιότερη γραφή: τῆς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.