μέσο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέσο τα μέσα
      γενική του μέσου των μέσων
    αιτιατική το μέσο τα μέσα
     κλητική μέσο μέσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μέσο < αρχαία ελληνική μέσον, ουδέτερο του επιθέτου μέσος

Ουσιαστικό

μέσο ουδέτερο

  1. κάτι που απέχει εξίσου από δύο άλλα πράγματα
    Η διάμεσος περνά από το μέσο της γραμμής.
  2. (μεταφορικά) κάτι που βρίσκεται ανάμεσα σε άλλα πράγματα
    Τον είδα στο μέσο του προαυλίου.
  3. κάτι που χρησιμοποιεί κάποιος για να πετύχει τον σκοπό του
    Χρησιμοποιεί κάθε δυνατό μέσο για να κερδίσει.
  4. (μεταφορικά) πρόσωπα, γνωριμίες, που χρησιμοποιεί κάποιος για να πετύχει άνομα τον σκοπό του
    Κατάφερε να μπει στην υπηρεσία βάζοντας μέσο.
  5. οτιδήποτε χρησιμοποιείται για επικοινωνία και πληροφόρηση (πχ. εφημερίδα, τηλεόραση, βιβλίο, διαδίκτυο)

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.