ενδοκάρδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενδοκάρδιο τα ενδοκάρδια
      γενική του ενδοκαρδίου
& ενδοκάρδιου
των ενδοκαρδίων
    αιτιατική το ενδοκάρδιο τα ενδοκάρδια
     κλητική ενδοκάρδιο ενδοκάρδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενδοκάρδιο < (άμεσο δάνειο) νεολατινική endocardium (ενδο- + καρδιά)

Προφορά

ΔΦΑ : /en.ðoˈkaɾ.ði.o/

Ουσιαστικό

ενδοκάρδιο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.