θάλαμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θάλαμος | οι | θάλαμοι |
| γενική | του | θαλάμου & θάλαμου |
των | θαλάμων |
| αιτιατική | τον | θάλαμο | τους | θαλάμους |
| κλητική | θάλαμε | θάλαμοι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θάλαμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θάλαμος [1]
- κλειστός χώρος < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική chambre
- όρος ανατομίας < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική thalamus < λατινική thalamus < αρχαία ελληνική θάλαμος

Θάλαμος ύπνου σε κατασκήνωση.

Τηλεφωνικός θάλαμος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθa.la.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θά‐λα‐μος
Ουσιαστικό
θάλαμος αρσενικό
- το δωμάτιο που προορίζεται συνήθως για τη διαμονή πολλών ατόμων
- (συνεκδοχικά) το σύνολο των ατόμων που διαμένουν σε θάλαμο (1)
- ο κλειστός εσωτερικός χώρος που προορίζεται για συγκεκριμένη χρήση
- θάλαμος ανελκυστήρα
- το αυτόνομο κλειστό και μικρό, συνήθως, κτίσμα για ορισμένη χρήση
- τηλεφωνικός θάλαμος
- (ανατομία) ο χώρος του ματιού με υδατοειδές υγρό· βρίσκεται ανάμεσα στον κερατοειδή και την ίριδα και ανάμεσα στην ίριδα και το φακό
- (ανατομία) συμμετρικός με άλλους χώρος του εγκεφάλου που περιέχει φαιά νευρική ουσία
- (βοτανική) το άκρο του μίσχου όπου φύονται τα μόρια του άνθους
Συγγενικά
Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
Αναφορές
- θάλαμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | θάλαμος | οἱ | θάλαμοι |
| γενική | τοῦ | θαλάμου | τῶν | θαλάμων |
| δοτική | τῷ | θαλάμῳ | τοῖς | θαλάμοις |
| αιτιατική | τὸν | θάλαμον | τοὺς | θαλάμους |
| κλητική ὦ! | θάλαμε | θάλαμοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θαλάμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | θαλάμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
θάλαμος αρσενικό
- το εσωτερικό τμήμα του σπιτιού και ιδιαίτερα ο γυναικωνίτης
- το υπνοδωμάτιο, το δωμάτιο των νιόπαντρων, το δωμάτιο της νύφης αλλά και του ανύπαντρου αγοριού
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 141 (στίχοι 141-142)
- αὐτίκα δ᾽ ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν | ὁρμᾶτ᾽ ἐκ θαλάμοιο τέρεν κατὰ δάκρυ χέουσα,
- Κι ευθύς από τον θάλαμον μ᾽ ένα λευκό μαγνάδι | η Ελένη εχύθη και θερμά τα δάκρυα της κυλούσαν.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- αὐτίκα δ᾽ ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν | ὁρμᾶτ᾽ ἐκ θαλάμοιο τέρεν κατὰ δάκρυ χέουσα,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 141 (στίχοι 141-142)
- αποθήκη για πολύτιμα είδη
- παλάτι, μεγάλος χώρος, κατοικία θεών, μέγαρο, ίσως απλώς μεγάλο δωμάτιο σε σύγκριση με των κοινών θνητών και όχι οικία
- ↪ πολυδένδρεσσιν Ὀλύμπου θαλάμοις
- ↪ βασιλικοί θάλαμοι
- ο Άδης, ο τάφος, ο κλειστός χώρος ενός άλλου κόσμου
- ↪ ὁ παγκοίτας θάλαμος
- ↪ θάλαμοι ὑπὸ γῆς, θάλαμος Περσεφονείας
- άδυτο ιερού (ελληνιστική έννοια)
- αμπάρι πλοίου (επισης ελληνιστικό)
Συγγενικά
- ἀμφιθάλαμος
- ἀθαλάμευτος
- ἐνθαλάμια
- ἐπιθαλαμιογράφος
- ἐπιθαλάμιος
- ἐπιθαλαμίτης
- εὐθάλαμος
- νεοθάλαμος
- ὁμοθάλαμος
- θάλαμαξ, θαλάμαξ
- θαλαμαῖος
- θαλάμευμα
- θαλαμευτός
- θαλαμεύτρια
- θαλαμεύω
- θαλάμη
- θαλαμηγός
- θαλαμηϊάδης
- θαλαμήϊος, θαλαμήιος
- θαλαμηπολέω
- θαλαμήπολος
- θαλαμηπόλος
- θαλαμίας
- θαλαμιός
- θαλαμίς
- θαλαμίτης
- θαλαμόνδε
- θαλαμοποιός
Απόγονοι
θάλαμος (αρχαία ελληνικά)
- ⇘ νέα ελληνικά: θάλαμος
- ↷ λατινικά: thalamus
- ↷ αγγλικά: thalamus
- ↷ νέα ελληνικά: θάλαμος
- → ισπανικά: tálamo
- → ιταλικά: talamo
Αναφορές
- ποταμός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- θάλαμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θάλαμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.