καρδιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρδιακός η καρδιακή το καρδιακό
      γενική του καρδιακού της καρδιακής του καρδιακού
    αιτιατική τον καρδιακό την καρδιακή το καρδιακό
     κλητική καρδιακέ καρδιακή καρδιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρδιακοί οι καρδιακές τα καρδιακά
      γενική των καρδιακών των καρδιακών των καρδιακών
    αιτιατική τους καρδιακούς τις καρδιακές τα καρδιακά
     κλητική καρδιακοί καρδιακές καρδιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία 1

καρδιακός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καρδιακός < καρδί(α) + -ακός

Προφορά

ΔΦΑ : /kaɾ.ði.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρδιακός

Επίθετο

καρδιακός

  • που αναφέρεται στην καρδιά, το όργανο του σώματος
    καρδιακός μυς, καρδιακό νόσημα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη καρδιά

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

καρδιακός αρσενικό

  • κάποιος που αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας με την καρδιά του

Ετυμολογία 2

καρδιακός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή καρδιακός

Προφορά

ΔΦΑ : /kaɾ.ðʝaˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρδιακός

Επίθετο

καρδιακός

  • αγκαρδιακός
  • εγκαρδιακός

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική καρδιακός καρδιακή τὸ καρδιακόν
      γενική τοῦ καρδιακοῦ τῆς καρδιακῆς τοῦ καρδιακοῦ
      δοτική τῷ καρδιακ τῇ καρδιακ τῷ καρδιακ
    αιτιατική τὸν καρδιακόν τὴν καρδιακήν τὸ καρδιακόν
     κλητική ! καρδιακέ καρδιακή καρδιακόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ καρδιακοί αἱ καρδιακαί τὰ καρδιακᾰ́
      γενική τῶν καρδιακῶν τῶν καρδιακῶν τῶν καρδιακῶν
      δοτική τοῖς καρδιακοῖς ταῖς καρδιακαῖς τοῖς καρδιακοῖς
    αιτιατική τοὺς καρδιακούς τὰς καρδιακᾱ́ς τὰ καρδιακᾰ́
     κλητική ! καρδιακοί καρδιακαί καρδιακᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καρδιακώ τὼ καρδιακᾱ́ τὼ καρδιακώ
      γεν-δοτ τοῖν καρδιακοῖν τοῖν καρδιακαῖν τοῖν καρδιακοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καρδιακός < αρχαία ελληνική καρδί(α) + -ακός

Επίθετο

καρδιακός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

  1. που αναφέρεται στην καρδιά, το όργανο του σώματος
    καρδιακαί συγκοπαί
  2. ασθενής που νοσεί από καρδιακό νόσημα, καρδιακός
     δείτε τη λέξη καρδιαλγής

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.