έξω καρδιά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

έξω καρδιά < λείπει η ετυμολογία

Πολυλεκτικός όρος

έξω καρδιά άκλιτο

  • (επίθετο) που δεν παίρνει κατάκαρδα τις καταστάσεις και είναι πάντα αισιόδοξος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.