σύμβολο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύμβολο τα σύμβολα
      γενική του συμβόλου
& σύμβολου
των συμβόλων
    αιτιατική το σύμβολο τα σύμβολα
     κλητική σύμβολο σύμβολα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύμβολο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύμβολον (τεκμήριο αναγνώρισης) < συμβάλλω (βάζω μαζί)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsiɱ.vo.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύμβολο

Ουσιαστικό

σύμβολο ουδέτερο

  1. σχήμα, ή σχήμα γράμματος, τυπογραφικού χαρακτήρα που παριστάνει κάποια έννοια, αντικείμενο συνήθως θυμίζοντάς το συνειρμικά
    Το σύμβολο ενός θαυμαστικού μέσα σε τρίγωνο δηλώνει κίνδυνο.
     δείτε τους όρους γράμμα, ψηφίο, σημείο στίξης και διακριτικό
    Στα μαθηματικά το όπως το ελληνικό κεφαλαίο σίγμα Σ είναι το σύμβολο της λέξης «σύνολο».
  2. (πληροφορική-μεταγλώττιση)  δείτε τον όρο  λεκτική μονάδα προγράμματος (αγγλικά: token)

Συγγενικά

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

πληροφορική:

χριστιανισμός

  • σύμβολο της πίστεως (το πιστεύω, μικρό κείμενο που περιλαμβάνει τις βάσεις της πίστης στο Θεό)

  • Κατηγορία:Σύμβολα στο Βικιλεξικό
  • Κατηγορία:Σύμβολα (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.