καζακικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα καζακικά
      γενική των καζακικών
    αιτιατική τα καζακικά
     κλητική καζακικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

καζακικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (γλώσσα) επίσημη γλώσσα του Καζακστάν, ανήκει στις τουρκικές γλώσσες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.